ἀναγγείλω

ἀναγγείλω
ἀνᾱγγείλω , ἀναγγέλλω
carry back tidings of
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναγγέλλω
carry back tidings of
aor subj act 1st sg
ἀναγγέλλω
carry back tidings of
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιφορτίζω — (Α ἐπιφορτίζω) [φορτίζω] νεοελλ. 1. αναθέτω σε κάποιον μια φροντίδα, μια ενέργεια («μέ επιφόρτισαν να σάς αναγγείλω αυτή την είδηση») 2. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) επιβαρύνω με δαπάνες αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι 2. υπερφορτώνω,… …   Dictionary of Greek

  • νεκροσημαίνω — (για καμπάνα εκκλησίας) χτυπώ λυπητερά, για να αναγγείλω τον θάνατο κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”